γυμνιστής

γυμνιστής
ο , γυμνίστρια η нудист, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γυμνιστής" в других словарях:

  • γυμνιστής — ο (θηλ. γυμνίστρια, η) οπαδός τού γυμνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γυμνιστής (< γυμνός) και γυμνοκράτης (< γυμνός + κράτης < κράτος) αποτελούν αποδόσεις στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. nudist (< nude «γυμνός»)] …   Dictionary of Greek

  • γυμνιστής — ο θηλ. ρια οπαδός του γυμνισμού: Κολυμπήσαμε σε παραλία γυμνιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνοκράτης — ο οπαδός τής γυμνοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γυμνιστής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»